Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρασημαντικός
παρασημασία
παρασημεῖον
παρασημειόομαι
παρασημείωσις
παρασημειωτέον
παράσημον
παράσημος
παρασιγάω
παράσιμος
παράσιρον
παρασιτέω
παρασίτησις
παρασιτία
παρασιτικός
παρασίτιον
παράσιτος
παρασιωπάω
παρασιώπησις
παρασιωπητέον
παρασκαίρω
View word page
παράσιρον
παράσιρον, τό, dub. sens.,
A). τὸ π. τὸ στυππέϊνον Sammelb. 6801.10 (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράσιρον
Headword (normalized):
παράσιρον
Headword (normalized/stripped):
παρασιρον
IDX:
78734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράσιρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">τὸ π. τὸ στυππέϊνον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 6801.10 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}