Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄνδεργμα
ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκα
ἄνδικε
ἀνδ=ίκτης
ἄνδινος
ἄνδιχα
ἀνδοκάδην
ἀνδοκεία
ἀνδοκεύς
ἀνδοκιάρχης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγάθησις
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
View word page
ἀνδοκεύς
ἀνδοκ-εύς· ἀνάδοχος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδοκεύς
Headword (normalized):
ἀνδοκεύς
Headword (normalized/stripped):
ανδοκευς
IDX:
7872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδοκ-εύς·</span> <span class="foreign greek">ἀνάδοχος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}