Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράρτημα
παραρτίδιον
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παράρυμα
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παράσαμον
παρασαρόω
παρασάττω
παράσειον
παράσειρος
παράσεισμα
παρασείω
παρασεσυρμένως
παρασεύω
παρασημαίνομαι
παρασημαντέον
View word page
παράσαμον
παράσαμον, τό, Dor. for παράσημον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράσαμον
Headword (normalized):
παράσαμον
Headword (normalized/stripped):
παρασαμον
IDX:
78713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράσαμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">παράσημον</span>.</div><br><br>'}