Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παράρρυσις
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίδιον
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παράρυμα
παρασάγγης
παρασαίνω
παρασαλεύω
παράσαμον
παρασαρόω
View word page
παραρτίδιον
παραρτ-ίδιον, τό , τοῦ αὐλυδρίου dub. sens. in Mitteis Chr. 96.7 (iv A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραρτίδιον
Headword (normalized):
παραρτίδιον
Headword (normalized/stripped):
παραρτιδιον
IDX:
78704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραρτ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span> <span class="foreign greek">, τοῦ αὐλυδρίου</span> dub. sens. in Mitteis <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 96.7 </span> (iv A. D.).</div><br><br>'}