Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παράρρυσις
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίδιον
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
παραρτύω
παράρυμα
View word page
παραρρυπόω
παραρρῠπόω,
A). mark with the παράπλασμα, in pf. part. Pass. παρερρυπωμένος, Hsch.


ShortDef

mark with the παράπλασμα

Debugging

Headword:
παραρρυπόω
Headword (normalized):
παραρρυπόω
Headword (normalized/stripped):
παραρρυποω
IDX:
78699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραρρῠπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mark with the</span> <span class="foreign greek">παράπλασμα</span>, in pf. part. Pass. <span class="foreign greek">παρερρυπωμένος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}