Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
παράρροος
παράρρυθμος
παραρρυΐσκομαι
παράρρυμα
παραρρυπόω
παράρρυσις
παραρτάω
παραρτέομαι
παράρτημα
παραρτίδιον
παραρτίζομαι
παράρτυμα
παράρτυσις
View word page
παραρρυΐσκομαι
παραρρῠΐσκομαι,
A). slip into, τῇ φράσει Eust. 1074.4 .


ShortDef

slip into

Debugging

Headword:
παραρρυΐσκομαι
Headword (normalized):
παραρρυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραρρυισκομαι
IDX:
78697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραρρῠΐσκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slip into</span>, <span class="quote greek">τῇ φράσει</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1074:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1074.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1074.4 </a> .</div> </div><br><br>'}