Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραρθρόω
παραριγόω
παραριθμέω
παραρίθμησις
παραρίπτω
παραρπάζω
παραρραθυμέω
παραρραίνω
παράρραμμα
παραρράπτομαι
παραρρέγχω
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παράρρηξις
παράρρησις
παραρρητός
παραρριγόω
παραρρινάω
παραρρίπτω
παραρροή
παραρροιζέομαι
View word page
παραρρέγχω
παραρρέγχω
,
A).
snore beside
or
near
, Lucil.
Fr.
1223
Marx.
ShortDef
snore beside
Debugging
Headword:
παραρρέγχω
Headword (normalized):
παραρρέγχω
Headword (normalized/stripped):
παραρρεγχω
IDX:
78684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78685
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραρρέγχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">snore beside</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">near</span>, Lucil.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 1223 </span> Marx.</div> </div><br><br>'}