Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράπυξος
παραπωλέω
παραπωμάζω
παραρθρέω
παράρθρημα
παράρθρησις
παραρθρόω
παραριγόω
παραριθμέω
παραρίθμησις
παραρίπτω
παραρπάζω
παραρραθυμέω
παραρραίνω
παράρραμμα
παραρράπτομαι
παραρρέγχω
παραρρέω
παραρρήγνυμι
παράρρηξις
παράρρησις
View word page
παραρίπτω
παραρίπτω,
A). v. παραρρίπτω . πάραρμα, v. παραίρημα . πάρᾱρος, ον, v. παρήορος 111 . παράρους, v. παράρροος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραρίπτω
Headword (normalized):
παραρίπτω
Headword (normalized/stripped):
παραριπτω
IDX:
78678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραρίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραρρίπτω</span> . <span class="orth greek">πάραρμα</span>, v. <span class="ref greek">παραίρημα</span> . <span class="orth greek">πάρᾱρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, v. <span class="ref greek">παρήορος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1264.tlg001:111/canonical-url/"> 111 </a>. <span class="orth greek">παράρους</span>, v. <span class="ref greek">παράρροος</span> .</div> </div><br><br>'}