Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράπυκνος
παραπύλιον
παραπυλίς
παράπυξος
παραπωλέω
παραπωμάζω
παραρθρέω
παράρθρημα
παράρθρησις
παραρθρόω
παραριγόω
παραριθμέω
παραρίθμησις
παραρίπτω
παραρπάζω
παραρραθυμέω
παραρραίνω
παράρραμμα
παραρράπτομαι
παραρρέγχω
παραρρέω
View word page
παραριγόω
παραριγόω,
A). v. παραρριγόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραριγόω
Headword (normalized):
παραριγόω
Headword (normalized/stripped):
παραριγοω
IDX:
78675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78676
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραριγόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραρριγόω</span> .</div> </div><br><br>'}