Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδαβάτης
ἄνδαλτος
ἀνδαίω
ἁνδάνω
ἄνδας
ἀνδειράδες
ἄνδεμα
ἄνδεργμα
ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκα
ἄνδικε
ἀνδ=ίκτης
ἄνδινος
ἄνδιχα
ἀνδοκάδην
ἀνδοκεία
ἀνδοκεύς
ἀνδοκιάρχης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
View word page
ἀνδίκα
ἀνδίκα· ὁ βόλος (ἀνδικλόβολος cod.), δίκη ἡ ἐξ ὑπαρχῆς δικαζομένη παρὰ Ταραντίνοις (i.e. ἀνδίκα
A). = ἀναδίκη ), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδίκα
Headword (normalized):
ἀνδίκα
Headword (normalized/stripped):
ανδικα
IDX:
7865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδίκα·</span> <span class="foreign greek">ὁ βόλος </span>(<span class="foreign greek">ἀνδικλόβολος</span> cod.), <span class="foreign greek">δίκη ἡ ἐξ ὑπαρχῆς δικαζομένη παρὰ Ταραντίνοις</span> (i.e. <span class="foreign greek">ἀνδίκα</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναδίκη</span> ), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}