Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράπρισις
παράπρισμα
παραπρόειμι
παραπροθεσμία
παραπρολέγω
παραπρονοέω
παραπροσδέχομαι
παραπροσέχω
παραπροσποιέομαι
παραπροσποίησις
παραπροστάτης
παραπροσωπίς
παραπροχέομαι
παραπρυτανεύω
παραπρύτανις
παράπταισμα
παραπταίω
παραπτερυγίζω
παράπτομαι
παραπτύω
παράπτωμα
View word page
παραπροστάτης
παραπροστάτης[στᾰ],, Dor. παράπρος-ας, ,
A). assessor or secretary of a προστάτης, IG 14.952 (Acragas).


ShortDef

assessor

Debugging

Headword:
παραπροστάτης
Headword (normalized):
παραπροστάτης
Headword (normalized/stripped):
παραπροστατης
IDX:
78650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπροστάτης</span>[<span class="foreign greek">στᾰ],</span>, Dor. <span class="orth greek">παράπρος-ας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assessor</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">secretary of a</span> <span class="foreign greek">προστάτης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.952 </span> (Acragas).</div> </div><br><br>'}