παράπρασις
παράπρᾱσις, εως, ἡ,
A). sale below cost price, παρασχόμενος -πρασιν τῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ πωλουμένων BCH 11.307 (Caria, i A.D.), cf. Ἀρχ.Δελτ. 2.148 (Beroea): pl., παραπράσεις ποιήσαντα ἐν τῷ μακέλλῳ Inscr.Magn. 179.20 .