Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραπόλλυμι
παραπολύ
παραπομένω
παραπομπεύω
παραπομπή
παραπομπικά
παραπόμπιμος
παραπομπός
παραπόντιος
παραπορεύομαι
παραπορθμεύω
παραπόρφυρος
παραποτάμιος
παραποφαίνομαι
παράπρασις
παραπράσσω
παραπρεσβεία
παραπρεσβευτής
παραπρεσβεύω
παράπρημα
παράπρισις
View word page
παραπορθμεύω
παραπορθμεύω
,
A).
convey
goods
across
a lake,
CIG
4302a
(Myra).
ShortDef
convey goods across
Debugging
Headword:
παραπορθμεύω
Headword (normalized):
παραπορθμεύω
Headword (normalized/stripped):
παραπορθμευω
IDX:
78630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78631
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπορθμεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convey</span> goods <span class="tr" style="font-weight: bold;">across</span> a lake, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 4302a </span> (Myra).</div> </div><br><br>'}