παραπορεύομαι
παραπορεύομαι, with fut. Med. and aor. Pass.,
A). go beside or alongside, HA 577b31 ; παρὰ τὰ ὑποζύγια ; of 6.40.7 παιδαγωγοί, : metaph., 7.9 ἀκρόαμα οὐδὲν παρεπορεύετο accompanied the meal, codd. 44J.
II). go past, pass by, (iii B.C.); 2p.36 τὸν χάρακα ; 3.99.5 παρὰ τὸ χεῖλος ; 3.14.6 ὑπὸ λόφον τινά ; 2.27.5 διὰ τῶν σπορίμων Ev.Marc. 2.23 (v.l.διαπ-), cf. 9.30 ; of stars, pass through the zodiac, Cat.Cod.Astr. 8(4).210 .