Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναψυχή
ἀναψύχω
ἄνδα
ἀνδαβάτης
ἄνδαλτος
ἀνδαίω
ἁνδάνω
ἄνδας
ἀνδειράδες
ἄνδεμα
ἄνδεργμα
ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκα
ἄνδικε
ἀνδ=ίκτης
ἄνδινος
ἄνδιχα
ἀνδοκάδην
ἀνδοκεία
ἀνδοκεύς
View word page
ἄνδεργμα
ἄνδεργμα· ὁ ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς παραγόμενος παράκοτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνδεργμα
Headword (normalized):
ἄνδεργμα
Headword (normalized/stripped):
ανδεργμα
IDX:
7862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνδεργμα·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐπὶ τῆς τραγικῆς σκηνῆς παραγόμενος παράκοτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}