παραπόλλυμι
παραπόλλυμι,
A). destroy, consume or spend to no purpose, waste, lose, τὸναῦλον , cf. 2.439e UP 12.5 ; καιρόν ; 1.7 ἡλικίαν τὴν ἐκ τῆς Ἰταλίας :—more freq. in Med. and Pass., with pf. 74.2 2 παραπόλωλα, perish, παραπολεῖ βοώμενος V. 1228 ; παραπόλωλεν ἡ τέχνη Com. 2.35 ; ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν ; 21.91 ἀκαρὴς παραπόλωλας ; 835 ὁ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται Sent. Vat. 14 ; λιμῷ παραπολοῦμαι PCair.Zen. 160.5 (iii B. C.), cf. PPetr. 3p.74 (iii B.C.), ; 1.31 οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι, = qualis artifex pereo ! . 63.29