Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παραπλομένοισι
παράπλοος
παράπλωμα
παραπλώω
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
παραποδιστός
παραποδύομαι
παραποθνήσκω
παραποιέω
παραποίησις
View word page
παραπλώω
παραπλώω
, Ion. for
παραπλέω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραπλώω
Headword (normalized):
παραπλώω
Headword (normalized/stripped):
παραπλωω
IDX:
78608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78609
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">παραπλέω</span>.</div><br><br>'}