Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παραπλομένοισι
παράπλοος
παράπλωμα
παραπλώω
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
παραποδιστός
παραποδύομαι
παραποθνήσκω
παραποιέω
View word page
παράπλωμα
παράπλωμα, ατος, τό,(ἁπλόὠ
A). curtain, Suid. s.v. παραπέτασμα .


ShortDef

curtain

Debugging

Headword:
παράπλωμα
Headword (normalized):
παράπλωμα
Headword (normalized/stripped):
παραπλωμα
IDX:
78607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράπλωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="foreign greek">ἁπλόὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curtain</span>, Suid. s.v. <span class="ref greek">παραπέτασμα</span> .</div> </div><br><br>'}