Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παραπλομένοισι
παράπλοος
παράπλωμα
παραπλώω
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
παραποδιστός
παραποδύομαι
View word page
παραπλομένοισι
παραπλομένοισι· παροῦσι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραπλομένοισι
Headword (normalized):
παραπλομένοισι
Headword (normalized/stripped):
παραπλομενοισι
IDX:
78605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπλομένοισι·</span> <span class="foreign greek">παροῦσι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}