Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
παραπλήσσω
παραπλόκαμος
παραπλοκή
παραπλομένοισι
παράπλοος
παράπλωμα
παραπλώω
παραπνέω
παραπνοή
παραποδίζω
παραπόδιος
παραποδισμός
View word page
παραπλόκαμος
παραπλόκᾰμος, ον,
A). having curls at the sides, Hsch.


ShortDef

having curls at the sides

Debugging

Headword:
παραπλόκαμος
Headword (normalized):
παραπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
παραπλοκαμος
IDX:
78603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπλόκᾰμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having curls at the sides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}