παραπληρόω
παραπληρ-όω,
A). fill up, δικαστήρια εἰς ἕνα καὶ διακοσίους IG 22.1629.206 (nisi leg. παρα[κλ]ηρῶσαι).
II). Gramm., fill up, of an expletive particle, Tryphoap. Conj. 247.25 ; σύνδεσμον παραπληροῦντα τὴν φάσιν Pr. 300 .