παραπληκτικός
παρα-πληκτικός, Ion. παρα-πληγικός, ή, όν,
A). suffering from hemiplegia, παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους Aër. 3 ; τὰ -πληγικά Epid. 1.12 ; π. τρόπον ib. 26 .ιγ’. Adv. παρα-κῶς Coac. 60 .
2). = sq., Astr. in Cat.Cod.Astr. 7.112 .