Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παράπλαστος
παράπλεγμα
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληγίη
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
παραπλήσσω
View word page
παραπληκτεύομαι
παρα-πληκτεύομαι
,
A).
to be mad
,
Aq.
1 Ki.
21.14(15)
,
15(16)
.
ShortDef
to be mad
Debugging
Headword:
παραπληκτεύομαι
Headword (normalized):
παραπληκτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπληκτευομαι
IDX:
78592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78593
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-πληκτεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be mad</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">1 Ki.</span> 21.14(15)</span>, <span class="bibl"> 15(16)</span>.</div> </div><br><br>'}