Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληγίη
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
παράπληκτος
παραπλήξ
παραπληξία
παραπληρόω
παραπλήρωμα
παραπληρωματικός
παραπλήρωσις
παραπλήσιος
View word page
παραπληγίη
παραπληγίη
,
παραπληγικός
, Ion. for
παραπληξία, παραπληκτικός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραπληγίη
Headword (normalized):
παραπληγίη
Headword (normalized/stripped):
παραπληγιη
IDX:
78591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78592
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπληγίη</span>, <span class="orth greek">παραπληγικός</span>, Ion. for <span class="foreign greek">παραπληξία, παραπληκτικός</span>.</div><br><br>'}