Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραπιστεύω
παραπιτνάω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παραπλανάομαι
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
παραπλεκτέον
παραπλέκω
παραπλευρίδια
παραπλεύριος
παραπλευρόω
παραπλευστέος
παραπλέω
παραπληγίη
παραπληκτεύομαι
παραπληκτικός
View word page
παράπλεγμα
παρά-πλεγμα
,
ατος
,
τό
,
A).
basket-work for a chariot
,
Hsch.
s.v.
θέρηγνον
.
ShortDef
basket-work for a chariot
Debugging
Headword:
παράπλεγμα
Headword (normalized):
παράπλεγμα
Headword (normalized/stripped):
παραπλεγμα
IDX:
78583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78584
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-πλεγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">basket-work for a chariot</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θέρηγνον</span> .</div> </div><br><br>'}