Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραπιέζω
παραπιέσις
παραπιεσμός
παραπικραίνω
παραπικρασμός
παράπικρος
παραπίμπλημι
παραπίμπραμαι
παραπιπράσκω
παραπίπτω
παραπιστεύω
παραπιτνάω
παραπλαγιάζω
παραπλάγιος
παραπλάζω
παραπλανάομαι
παράπλασμα
παραπλασμός
παραπλάσσω
παράπλαστος
παράπλεγμα
View word page
παραπιστεύω
παραπιστεύω,
A). = πιστεύω , Hld. 6.8 (καταπ- cj. Coraës).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραπιστεύω
Headword (normalized):
παραπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
παραπιστευω
IDX:
78573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπιστεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πιστεύω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:6:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:6.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 6.8 </a> (<span class="foreign greek">καταπ-</span> cj. Coraës).</div> </div><br><br>'}