παραπέτομαι
παραπέτομαι, poet. παρπέταμαι Epigr. 33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.); also παρέπτην, 3 pl.
A). παρέπτησαν Iamb.Fr. 9.327 P.:— fly alongside, κορώνη .. ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη HA 563b12 ; τὰς π. μυίας Pol. 1323a29 .
2). fly past, of specks before the eyes, . 1.363
3). escape, ( 6.19 ).
4). fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο , cf. 13 VA 1.7 ; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Th. 1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Her. 19.14 .