Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
View word page
παραπεπλεγμένως
παραπεπλεγμένως, Adv. pf. part. Pass.
A). entwined, Hsch.


ShortDef

entwined

Debugging

Headword:
παραπεπλεγμένως
Headword (normalized):
παραπεπλεγμένως
Headword (normalized/stripped):
παραπεπλεγμενως
IDX:
78546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραπεπλεγμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entwined</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}