Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράορος
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
View word page
παραπαιόντως
παρα-παιόντως
, Adv.
A).
in a foolish way
,
Hsch.
ShortDef
in a foolish way
Debugging
Headword:
παραπαιόντως
Headword (normalized):
παραπαιόντως
Headword (normalized/stripped):
παραπαιοντως
IDX:
78527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78528
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-παιόντως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a foolish way</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}