Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραξιφίδιον
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράορος
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
View word page
παράπαιγμα
παράπαιγμα, ατος, τό,
A). knavery, trickery, PPetr. 3p.156 (iii B. C.).


ShortDef

knavery, trickery

Debugging

Headword:
παράπαιγμα
Headword (normalized):
παράπαιγμα
Headword (normalized/stripped):
παραπαιγμα
IDX:
78522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράπαιγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knavery, trickery,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 3p.156 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}