Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράξηρος
παράξιος
παραξιφίδιον
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράορος
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
View word page
παράορος
παράορος,
A). v. παρήορος . παραός· ἀετός ( Maced.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράορος
Headword (normalized):
παράορος
Headword (normalized/stripped):
παραορος
IDX:
78520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78521
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρήορος</span> . <span class="orth greek">παραός·</span> <span class="foreign greek">ἀετός</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}