Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίδιον
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράορος
παράπαγος
παράπαιγμα
View word page
παραξιφίδιον
παρα-ξῐφίδιον, τό, Dim. of sq., Hsch.
A). s.v. κολοίδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραξιφίδιον
Headword (normalized):
παραξιφίδιον
Headword (normalized/stripped):
παραξιφιδιον
IDX:
78512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-ξῐφίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">κολοίδιον</span> .</div> </div><br><br>'}