Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίδιον
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράορος
παράπαγος
View word page
παράξιος
παράξιος, ον,
A). inequitable, διαθήκη CPR 18.13 (ii A.D.).


ShortDef

inequitable

Debugging

Headword:
παράξιος
Headword (normalized):
παράξιος
Headword (normalized/stripped):
παραξιος
IDX:
78511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78512
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράξιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inequitable</span>, <span class="quote greek">διαθήκη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 18.13 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}