Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντέλλω
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίδιον
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
View word page
πάραξ
πάραξ, ακος, ,
A). = βάραξ (q.v.), Test.Epict. 6.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάραξ
Headword (normalized):
πάραξ
Headword (normalized/stripped):
παραξ
IDX:
78506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πάραξ</span>, <span class="itype greek">ακος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βάραξ</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Test.Epict.</span> 6.11 </span>.</div> </div><br><br>'}