Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντέλλω
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίδιον
View word page
παρανυμφεύω
παρανυμφ-εύω,
A). act as παράνυμφος, LW 2823 (Amathus).


ShortDef

act as παράνυμφος

Debugging

Headword:
παρανυμφεύω
Headword (normalized):
παρανυμφεύω
Headword (normalized/stripped):
παρανυμφευω
IDX:
78502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρανυμφ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">act as</span> <span class="foreign greek">παράνυμφος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">LW</span> 2823 </span> (Amathus).</div> </div><br><br>'}