Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντέλλω
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
View word page
παραντίχειρ
παραντίχειρ, χειρος, ,
A). forefinger, PLond. 1821.302 .


ShortDef

forefinger

Debugging

Headword:
παραντίχειρ
Headword (normalized):
παραντίχειρ
Headword (normalized/stripped):
παραντιχειρ
IDX:
78500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραντίχειρ</span>, <span class="itype greek">χειρος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">forefinger,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 1821.302 </span>.</div> </div><br><br>'}