Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντέλλω
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παρανύμφιος
παράνυμφος
παρανύσσω
πάραξ
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
View word page
παραντέλλω
παραντέλλω, poet. for παρανατέλλω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραντέλλω
Headword (normalized):
παραντέλλω
Headword (normalized/stripped):
παραντελλω
IDX:
78499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78500
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραντέλλω</span>, poet. for <span class="foreign greek">παρανατέλλω</span> (q.v.).</div><br><br>'}