Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανεάτη
παρανέμω
παρανέομαι
παρανευρίζομαι
παρανεύω
παρανέω
παρανηνέω
παρανήτη
παρανήχομαι
παρανθέω
παρανθινολογέω
παρανίημι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παρανόησις
παρανοητέον
παράνοιᾰ
παρανοίγνυμι
View word page
παρανθινολογέω
παρανθινολογέω, dub. sens. in BGU 1121.20 (i B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρανθινολογέω
Headword (normalized):
παρανθινολογέω
Headword (normalized/stripped):
παρανθινολογεω
IDX:
78479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρανθινολογέω</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1121.20 </span> (i B. C.).</div><br><br>'}