Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρανάλωμα
παραναπαύομαι
παραναπείθω
παραναπίπτω
παρανατείνω
παρανατέλλω
παρανατολή
παραναφύω
παραναφωνέω
παρανδρόομαι
παρανεάτη
παρανέμω
παρανέομαι
παρανευρίζομαι
παρανεύω
παρανέω
παρανηνέω
παρανήτη
παρανήχομαι
παρανθέω
παρανθινολογέω
View word page
παρανεάτη
παρανεάτη, ,
A). = παρανήτη (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρανεάτη
Headword (normalized):
παρανεάτη
Headword (normalized/stripped):
παρανεατη
IDX:
78469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρανεάτη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρανήτη</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}