Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφοδίζω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
παραναιετάω
παραναίω
View word page
παράμωρος
παράμωρος, ον,
A). almost foolish, Hsch. s.v. ἀκκός .


ShortDef

almost foolish

Debugging

Headword:
παράμωρος
Headword (normalized):
παράμωρος
Headword (normalized/stripped):
παραμωρος
IDX:
78445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράμωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">almost foolish</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκκός</span> .</div> </div><br><br>'}