Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφοδίζω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
View word page
παραμφοδίζω
παραμφοδ-ίζω
, = foreg.,
Id.
53.3
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραμφοδίζω
Headword (normalized):
παραμφοδίζω
Headword (normalized/stripped):
παραμφοδιζω
IDX:
78443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78444
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμφοδ-ίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 53.3 </span>.</div><br><br>'}