Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφοδίζω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
View word page
παραμφοδέω
παραμφοδ-έω,
A). go astray, make a miscalculation, c. gen., τοῦ χρόνου Vett. Val. 360.22 .


ShortDef

go astray, make a miscalculation

Debugging

Headword:
παραμφοδέω
Headword (normalized):
παραμφοδέω
Headword (normalized/stripped):
παραμφοδεω
IDX:
78442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμφοδ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go astray, make a miscalculation</span>, c. gen., <span class="foreign greek">τοῦ χρόνου</span> Vett. Val.<span class="bibl"> 360.22 </span>.</div> </div><br><br>'}