Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφοδίζω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
View word page
παραμύσσω
παρᾰμύσσω,
A). scarify, Gal. 13.256 .


ShortDef

scarify

Debugging

Headword:
παραμύσσω
Headword (normalized):
παραμύσσω
Headword (normalized/stripped):
παραμυσσω
IDX:
78441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾰμύσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scarify</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.256 </span>.</div> </div><br><br>'}