Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφοδίζω
παραμφόδισις
View word page
παραμυθητής
παραμῡθ-ητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
consoler
,
Hsch.
s.v.
παρακλήτορες
.
ShortDef
consoler
Debugging
Headword:
παραμυθητής
Headword (normalized):
παραμυθητής
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητης
IDX:
78434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμῡθ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consoler</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παρακλήτορες</span> .</div> </div><br><br>'}