Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμολύνω
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
View word page
παραμονάριος
παραμονάριος, ,
A). watchman, Cod.Just. 1.3.45.3 .


ShortDef

watchman

Debugging

Headword:
παραμονάριος
Headword (normalized):
παραμονάριος
Headword (normalized/stripped):
παραμοναριος
IDX:
78423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμονάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">watchman,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 1.3.45.3 </span>.</div> </div><br><br>'}