Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμολύνω
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
View word page
παραμολύνω
παραμολύνω
, aor. Pass.
-εμολύνθην
dub. sens. in
Phld.
Rh.
2.27
S.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραμολύνω
Headword (normalized):
παραμολύνω
Headword (normalized/stripped):
παραμολυνω
IDX:
78422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78423
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμολύνω</span>, aor. Pass. <span class="foreign greek">-εμολύνθην</span> dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.27 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div><br><br>'}