Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμηχανάομαι
παραμίγνυμι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμολύνω
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
View word page
παραμίσγω
παραμίσγω,
A). v. παραμείγνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμίσγω
Headword (normalized):
παραμίσγω
Headword (normalized/stripped):
παραμισγω
IDX:
78419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμίσγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραμείγνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}