Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμίγνυμι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμολύνω
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
View word page
παραμιξολυδιάζω
παραμιξολῡδιάζω,
A). introduce the mixolydian mode, Plu. 2.1144f .


ShortDef

introduce the mixolydian mode

Debugging

Headword:
παραμιξολυδιάζω
Headword (normalized):
παραμιξολυδιάζω
Headword (normalized/stripped):
παραμιξολυδιαζω
IDX:
78418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμιξολῡδιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">introduce the mixolydian mode</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1144f </span>.</div> </div><br><br>'}