Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμήνας
παραμήξας
παραμηριαῖος
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμίγνυμι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
παραμισθόομαι
View word page
παραμίγνυμι
παραμίγνυμι,
A). v. παραμείγνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραμίγνυμι
Headword (normalized):
παραμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παραμιγνυμι
IDX:
78410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμίγνυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραμείγνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}