Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμήνας
παραμήξας
παραμηριαῖος
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμίγνυμι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνήσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμίσγω
View word page
παραμηχανάομαι
παραμηχᾰνάομαι,
A). devise wickedly, Celsusap.Orig. Cels. 2.49 .


ShortDef

devise wickedly

Debugging

Headword:
παραμηχανάομαι
Headword (normalized):
παραμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμηχαναομαι
IDX:
78409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμηχᾰνάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devise wickedly</span>, Celsusap.Orig.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cels.</span> 2.49 </span>.</div> </div><br><br>'}